πολυρρυτος

πολυρρυτος
    πολύρρυτος
    πολύ-ρρῠτος
    2
    1) обильно текущий, многоводный
    

(πόρος ἁλμήεις Aesch.)

    2) льющийся рекой
    

(αἷμα Soph. - v. l. παλίρρυτος)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "πολυρρυτος" в других словарях:

  • πολύρρυτος — masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολύρρυτος — και πολύρυτος, ον, Α (για τη θάλασσα) αυτός που ρέει, που κυλάει με μεγάλη δύναμη. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ῥυτός (< ῥέω), πρβλ. μελί ρρυτος] …   Dictionary of Greek

  • πολύρρυτον — πολύρρυτος masc/fem acc sg πολύρρυτος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυρρύτοισι — πολύρρυτος masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυρρύτου — πολύρρυτος masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυρρύτων — πολύρρυτος masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυ- — Α το, Ν άκλ. (βιοχ.) πολυριβονουκλεοτίδιο που αποτελείται εξ ολοκλήρου από αδενυλικά υπολείμματα. ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επιθ. πολύς και δηλώνει ότι το β συνθετικό γίνεται πολλές φορές,… …   Dictionary of Greek

  • πολυχεύμων — ύχευμον, ΜΑ αυτός που ρέει άφθονα, πολύρρυτος («πολυχεύμων πηγή», Λιβάν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + χευμων (< χεῦμα «ρεύμα»), πρβλ. βαθυ χεύμων] …   Dictionary of Greek

  • πολύρυτος — ον, Α βλ. πολύρρυτος …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»